Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑλόκομος
ὑλοσκόπος
ὑλοτομέω
ὑλοτομία
ὑλοτόμος
ὑλότομος
ὑλουργός
ὑλοφάγος
ὑλοφορβός
ὑλοφόρος
ὑλώδης
ὑλωρός
ὑμέναιος
ὑμεναιόω
ὑμενήϊος
ὑμενόπτερος
ὑμέτερος
ὑμήν
ὑμήν
ὑμναγόρης
ὑμνέω
View word page
ὑλώδης
ὑλώδης ὑλ-ώδης, ες εἶδος woody, wooded, Thuc.; τὰ ὑλώδη wooded ground, Xen. turbid, muddy, Plut.

ShortDef

woody, wooded

Debugging

Headword:
ὑλώδης
Headword (normalized):
ὑλώδης
Headword (normalized/stripped):
υλωδης
IDX:
33435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33474
Key:
u(lw/dhs

Data

{'content': 'ὑλώδης\n ὑλ-ώδης, ες\n εἶδος\n woody, wooded, Thuc.; τὰ ὑλώδη wooded ground, Xen.\n turbid, muddy, Plut.', 'key': 'u(lw/dhs'}