Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑλίζω
ὑλοβάτης
ὑλόκομος
ὑλοσκόπος
ὑλοτομέω
ὑλοτομία
ὑλοτόμος
ὑλότομος
ὑλουργός
ὑλοφάγος
ὑλοφορβός
ὑλοφόρος
ὑλώδης
ὑλωρός
ὑμέναιος
ὑμεναιόω
ὑμενήϊος
ὑμενόπτερος
ὑμέτερος
ὑμήν
ὑμήν
View word page
ὑλοφορβός
ὑλοφορβός ὑλο-φορβός, όν φέρβομαι feeding in the woods, Eur.

ShortDef

feeding in the woods

Debugging

Headword:
ὑλοφορβός
Headword (normalized):
ὑλοφορβός
Headword (normalized/stripped):
υλοφορβος
IDX:
33433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33472
Key:
u(loforbo/s

Data

{'content': 'ὑλοφορβός\n ὑλο-φορβός, όν\n φέρβομαι\n feeding in the woods, Eur.', 'key': 'u(loforbo/s'}