Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑλητόμος
ὑληφόρος
ὑληωρός
ὑλίζω
ὑλοβάτης
ὑλόκομος
ὑλοσκόπος
ὑλοτομέω
ὑλοτομία
ὑλοτόμος
ὑλότομος
ὑλουργός
ὑλοφάγος
ὑλοφορβός
ὑλοφόρος
ὑλώδης
ὑλωρός
ὑμέναιος
ὑμεναιόω
ὑμενήϊος
ὑμενόπτερος
View word page
ὑλότομος
ὑλότομος cf. ὑλοτόμος ὑλο-τόμος, ον, τέμνω pass. cut in the wood: τὸ ὑλότομον a plant used as a charm, Hhymn.

ShortDef

cut in the wood

Debugging

Headword:
ὑλότομος
Headword (normalized):
ὑλότομος
Headword (normalized/stripped):
υλοτομος
IDX:
33430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33469
Key:
u(lo/tomos

Data

{'content': 'ὑλότομος\n cf. ὑλοτόμος\n ὑλο-τόμος, ον,\n τέμνω\n pass. cut in the wood: τὸ ὑλότομον a plant used as a charm, Hhymn.', 'key': 'u(lo/tomos'}