ὑλότομος
ὑλότομος
cf. ὑλοτόμος
ὑλο-τόμος, ον,
τέμνω
pass. cut in the wood: τὸ ὑλότομον a plant used as a charm, Hhymn.
{
"content": "ὑλότομος\n cf. ὑλοτόμος\n ὑλο-τόμος, ον,\n τέμνω\n pass. cut in the wood: τὸ ὑλότομον a plant used as a charm, Hhymn.",
"key": "u(lo/tomos"
}