Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὕλη
ὑλητόμος
ὑληφόρος
ὑληωρός
ὑλίζω
ὑλοβάτης
ὑλόκομος
ὑλοσκόπος
ὑλοτομέω
ὑλοτομία
ὑλοτόμος
ὑλότομος
ὑλουργός
ὑλοφάγος
ὑλοφορβός
ὑλοφόρος
ὑλώδης
ὑλωρός
ὑμέναιος
ὑμεναιόω
ὑμενήϊος
View word page
ὑλοτόμος
ὑλοτόμος ὑλο-τόμος, ον, cf. ὑλότομος τέμνω cutting or felling wood, Il.:— as Subst. ὑλοτόμος, a wood-cutter, woodman, Il., Soph.
ShortDef
cutting wood, (n) a woodcutter
Debugging
Headword:
ὑλοτόμος
Headword (normalized):
ὑλοτόμος
Headword (normalized/stripped):
υλοτομος
IDX:
33429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33468
Key:
u(loto/mos
Data
{'content': 'ὑλοτόμος\n ὑλο-τόμος, ον,\n cf. ὑλότομος\n τέμνω\n cutting or felling wood, Il.:— as Subst. ὑλοτόμος, a wood-cutter, woodman, Il., Soph.', 'key': 'u(loto/mos'}