Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑληκοίτης
ὕλη
ὑλητόμος
ὑληφόρος
ὑληωρός
ὑλίζω
ὑλοβάτης
ὑλόκομος
ὑλοσκόπος
ὑλοτομέω
ὑλοτομία
ὑλοτόμος
ὑλότομος
ὑλουργός
ὑλοφάγος
ὑλοφορβός
ὑλοφόρος
ὑλώδης
ὑλωρός
ὑμέναιος
ὑμεναιόω
View word page
ὑλοτομία
ὑλοτομία ὑλοτομία, ἡ, the cutting or felling of wood, Arist. from ὑλοτόμος

ShortDef

the cutting

Debugging

Headword:
ὑλοτομία
Headword (normalized):
ὑλοτομία
Headword (normalized/stripped):
υλοτομια
IDX:
33428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33467
Key:
u(lotomi/a

Data

{'content': 'ὑλοτομία\n ὑλοτομία, ἡ,\n the cutting or felling of wood, Arist.\n from ὑλοτόμος', 'key': 'u(lotomi/a'}