Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑλήεις
ὑληκοίτης
ὕλη
ὑλητόμος
ὑληφόρος
ὑληωρός
ὑλίζω
ὑλοβάτης
ὑλόκομος
ὑλοσκόπος
ὑλοτομέω
ὑλοτομία
ὑλοτόμος
ὑλότομος
ὑλουργός
ὑλοφάγος
ὑλοφορβός
ὑλοφόρος
ὑλώδης
ὑλωρός
ὑμέναιος
View word page
ὑλοτομέω
ὑλοτομέω ὑλοτομέω, from ὑλοτόμος to cut or fell wood, Hes.

ShortDef

to cut wood

Debugging

Headword:
ὑλοτομέω
Headword (normalized):
ὑλοτομέω
Headword (normalized/stripped):
υλοτομεω
IDX:
33427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33466
Key:
u(lotome/w

Data

{'content': 'ὑλοτομέω\n ὑλοτομέω,\n from ὑλοτόμος\n to cut or fell wood, Hes.', 'key': 'u(lotome/w'}