Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑλειώτης
ὑλήεις
ὑληκοίτης
ὕλη
ὑλητόμος
ὑληφόρος
ὑληωρός
ὑλίζω
ὑλοβάτης
ὑλόκομος
ὑλοσκόπος
ὑλοτομέω
ὑλοτομία
ὑλοτόμος
ὑλότομος
ὑλουργός
ὑλοφάγος
ὑλοφορβός
ὑλοφόρος
ὑλώδης
ὑλωρός
View word page
ὑλοσκόπος
ὑλοσκόπος ὑλο-σκόπος, ον, watching over woods, Anth.

ShortDef

watching over woods

Debugging

Headword:
ὑλοσκόπος
Headword (normalized):
ὑλοσκόπος
Headword (normalized/stripped):
υλοσκοπος
IDX:
33426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33465
Key:
u(losko/pos

Data

{'content': 'ὑλοσκόπος\n ὑλο-σκόπος, ον,\n watching over woods, Anth.', 'key': 'u(losko/pos'}