Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑλάω
ὑλειώτης
ὑλήεις
ὑληκοίτης
ὕλη
ὑλητόμος
ὑληφόρος
ὑληωρός
ὑλίζω
ὑλοβάτης
ὑλόκομος
ὑλοσκόπος
ὑλοτομέω
ὑλοτομία
ὑλοτόμος
ὑλότομος
ὑλουργός
ὑλοφάγος
ὑλοφορβός
ὑλοφόρος
ὑλώδης
View word page
ὑλόκομος
ὑλόκομος ὑλό-κομος, ον, κόμη thick grown with wood, Eur.
ShortDef
thick grown with wood
Debugging
Headword:
ὑλόκομος
Headword (normalized):
ὑλόκομος
Headword (normalized/stripped):
υλοκομος
IDX:
33425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33464
Key:
u(lo/komos
Data
{'content': 'ὑλόκομος\n ὑλό-κομος, ον,\n κόμη\n thick grown with wood, Eur.', 'key': 'u(lo/komos'}