Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑλακτητής
ὑλάω
ὑλειώτης
ὑλήεις
ὑληκοίτης
ὕλη
ὑλητόμος
ὑληφόρος
ὑληωρός
ὑλίζω
ὑλοβάτης
ὑλόκομος
ὑλοσκόπος
ὑλοτομέω
ὑλοτομία
ὑλοτόμος
ὑλότομος
ὑλουργός
ὑλοφάγος
ὑλοφορβός
ὑλοφόρος
View word page
ὑλοβάτης
ὑλοβάτης ὑλο-βάτης, ου, ὁ, one who haunts the woods, Anth.

ShortDef

one who haunts the woods

Debugging

Headword:
ὑλοβάτης
Headword (normalized):
ὑλοβάτης
Headword (normalized/stripped):
υλοβατης
IDX:
33424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33463
Key:
u(loba/ths

Data

{'content': 'ὑλοβάτης\n ὑλο-βάτης, ου, ὁ,\n one who haunts the woods, Anth.', 'key': 'u(loba/ths'}