Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑλακόμωρος
ὑλακτέω
ὑλακτητής
ὑλάω
ὑλειώτης
ὑλήεις
ὑληκοίτης
ὕλη
ὑλητόμος
ὑληφόρος
ὑληωρός
ὑλίζω
ὑλοβάτης
ὑλόκομος
ὑλοσκόπος
ὑλοτομέω
ὑλοτομία
ὑλοτόμος
ὑλότομος
ὑλουργός
ὑλοφάγος
View word page
ὑληωρός
ὑληωρός ὑλη-ωρός, όν οὖρος watching the wood, Anth.

ShortDef

watching the wood

Debugging

Headword:
ὑληωρός
Headword (normalized):
ὑληωρός
Headword (normalized/stripped):
υληωρος
IDX:
33422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33461
Key:
u(lhwro/s

Data

{'content': 'ὑληωρός\n ὑλη-ωρός, όν\n οὖρος\n watching the wood, Anth.', 'key': 'u(lhwro/s'}