Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑλαγμός
ὑλαγωγέω
ὑλαῖος
ὑλακή
ὑλακόμωρος
ὑλακτέω
ὑλακτητής
ὑλάω
ὑλειώτης
ὑλήεις
ὑληκοίτης
ὕλη
ὑλητόμος
ὑληφόρος
ὑληωρός
ὑλίζω
ὑλοβάτης
ὑλόκομος
ὑλοσκόπος
ὑλοτομέω
ὑλοτομία
View word page
ὑληκοίτης
ὑληκοίτης ὑλη-κοίτης, ου, ὁ, one who lodges in the wood, Hes.

ShortDef

one who lodges in the wood

Debugging

Headword:
ὑληκοίτης
Headword (normalized):
ὑληκοίτης
Headword (normalized/stripped):
υληκοιτης
IDX:
33418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33457
Key:
u(lhkoi/ths

Data

{'content': 'ὑληκοίτης\n ὑλη-κοίτης, ου, ὁ,\n one who lodges in the wood, Hes.', 'key': 'u(lhkoi/ths'}