Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

υἱωνός
ὕλαγμα
ὑλαγμός
ὑλαγωγέω
ὑλαῖος
ὑλακή
ὑλακόμωρος
ὑλακτέω
ὑλακτητής
ὑλάω
ὑλειώτης
ὑλήεις
ὑληκοίτης
ὕλη
ὑλητόμος
ὑληφόρος
ὑληωρός
ὑλίζω
ὑλοβάτης
ὑλόκομος
ὑλοσκόπος
View word page
ὑλειώτης
ὑλειώτης ὑλειώτης, ου, ὁ, ὑλή a forester, Anth.

ShortDef

a forester

Debugging

Headword:
ὑλειώτης
Headword (normalized):
ὑλειώτης
Headword (normalized/stripped):
υλειωτης
IDX:
33416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33455
Key:
u(leiw/ths

Data

{'content': 'ὑλειώτης\n ὑλειώτης, ου, ὁ,\n ὑλή\n a forester, Anth.', 'key': 'u(leiw/ths'}