Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
υἱοθεσία
υἱός
υἱωνός
ὕλαγμα
ὑλαγμός
ὑλαγωγέω
ὑλαῖος
ὑλακή
ὑλακόμωρος
ὑλακτέω
ὑλακτητής
ὑλάω
ὑλειώτης
ὑλήεις
ὑληκοίτης
ὕλη
ὑλητόμος
ὑληφόρος
ὑληωρός
ὑλίζω
ὑλοβάτης
View word page
ὑλακτητής
ὑλακτητής from ὑλακτέω (ῠ) ὑλακτητής, οῦ, ὁ, a barker, Anth.
ShortDef
a barker
Debugging
Headword:
ὑλακτητής
Headword (normalized):
ὑλακτητής
Headword (normalized/stripped):
υλακτητης
IDX:
33414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33453
Key:
u(lakthth/s
Data
{'content': 'ὑλακτητής\n from ὑλακτέω (ῠ)\n ὑλακτητής, οῦ, ὁ,\n a barker, Anth.', 'key': 'u(lakthth/s'}