Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

υἱιδεύς
ὑϊκός
υἱοθεσία
υἱός
υἱωνός
ὕλαγμα
ὑλαγμός
ὑλαγωγέω
ὑλαῖος
ὑλακή
ὑλακόμωρος
ὑλακτέω
ὑλακτητής
ὑλάω
ὑλειώτης
ὑλήεις
ὑληκοίτης
ὕλη
ὑλητόμος
ὑληφόρος
ὑληωρός
View word page
ὑλακόμωρος
ὑλακόμωρος ὑλᾰκό-μωρος, ον, always barking, still howling or yelling, Od.

ShortDef

always barking, still howling

Debugging

Headword:
ὑλακόμωρος
Headword (normalized):
ὑλακόμωρος
Headword (normalized/stripped):
υλακομωρος
IDX:
33412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33451
Key:
u(lako/mwros

Data

{'content': 'ὑλακόμωρος\n ὑλᾰκό-μωρος, ον,\n always barking, still howling or yelling, Od.', 'key': 'u(lako/mwros'}