Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑϊδοῦς
υἱιδεύς
ὑϊκός
υἱοθεσία
υἱός
υἱωνός
ὕλαγμα
ὑλαγμός
ὑλαγωγέω
ὑλαῖος
ὑλακή
ὑλακόμωρος
ὑλακτέω
ὑλακτητής
ὑλάω
ὑλειώτης
ὑλήεις
ὑληκοίτης
ὕλη
ὑλητόμος
ὑληφόρος
View word page
ὑλακή
ὑλακή ὑλᾰκή, ἡ, ὑλάω a barking, howling, Anth., Plut.
ShortDef
a barking, howling
Debugging
Headword:
ὑλακή
Headword (normalized):
ὑλακή
Headword (normalized/stripped):
υλακη
IDX:
33411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33450
Key:
u(lakh/
Data
{'content': 'ὑλακή\n ὑλᾰκή, ἡ,\n ὑλάω\n a barking, howling, Anth., Plut.', 'key': 'u(lakh/'}