Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὕθλος
ὑΐδιον
ὑϊδοῦς
υἱιδεύς
ὑϊκός
υἱοθεσία
υἱός
υἱωνός
ὕλαγμα
ὑλαγμός
ὑλαγωγέω
ὑλαῖος
ὑλακή
ὑλακόμωρος
ὑλακτέω
ὑλακτητής
ὑλάω
ὑλειώτης
ὑλήεις
ὑληκοίτης
ὕλη
View word page
ὑλαγωγέω
ὑλαγωγέω ὑ_λ-ᾰγωγέω, fut. -ήσω ἀγωγός to carry wood, Dem.
ShortDef
to carry wood
Debugging
Headword:
ὑλαγωγέω
Headword (normalized):
ὑλαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
υλαγωγεω
IDX:
33409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33448
Key:
u(lagwge/w
Data
{'content': 'ὑλαγωγέω\n ὑ_λ-ᾰγωγέω,\n fut. -ήσω\n ἀγωγός\n to carry wood, Dem.', 'key': 'u(lagwge/w'}