Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑθλέω
ὕθλος
ὑΐδιον
ὑϊδοῦς
υἱιδεύς
ὑϊκός
υἱοθεσία
υἱός
υἱωνός
ὕλαγμα
ὑλαγμός
ὑλαγωγέω
ὑλαῖος
ὑλακή
ὑλακόμωρος
ὑλακτέω
ὑλακτητής
ὑλάω
ὑλειώτης
ὑλήεις
ὑληκοίτης
View word page
ὑλαγμός
ὑλαγμός ὑλαγμός (ῠ), οῦ, ὁ, ὑλάω a barking, baying, Il., Xen.
ShortDef
a barking, baying
Debugging
Headword:
ὑλαγμός
Headword (normalized):
ὑλαγμός
Headword (normalized/stripped):
υλαγμος
IDX:
33408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33447
Key:
u(lagmo/s
Data
{'content': 'ὑλαγμός\n ὑλαγμός (ῠ), οῦ, ὁ,\n ὑλάω\n a barking, baying, Il., Xen.', 'key': 'u(lagmo/s'}