Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ὕης
ὑθλέω
ὕθλος
ὑΐδιον
ὑϊδοῦς
υἱιδεύς
ὑϊκός
υἱοθεσία
υἱός
υἱωνός
ὕλαγμα
ὑλαγμός
ὑλαγωγέω
ὑλαῖος
ὑλακή
ὑλακόμωρος
ὑλακτέω
ὑλακτητής
ὑλάω
ὑλειώτης
ὑλήεις
View word page
ὕλαγμα
ὕλαγμα ὕλαγμα (ῠ), ατος, τό, ὑλάω the bark of a dog, Eur.: metaph., νηπίοις ὑλάγμασιν with idle snarlings, Aesch.

ShortDef

the bark of a dog

Debugging

Headword:
ὕλαγμα
Headword (normalized):
ὕλαγμα
Headword (normalized/stripped):
υλαγμα
IDX:
33407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33446
Key:
u(/lagma

Data

{'content': 'ὕλαγμα\n ὕλαγμα (ῠ), ατος, τό,\n ὑλάω\n the bark of a dog, Eur.: metaph., νηπίοις ὑλάγμασιν with idle snarlings, Aesch.', 'key': 'u(/lagma'}