Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ὑέλη
ὑετόεις
ὑετός
ὑηνία
ὑηνός
Ὕης
ὑθλέω
ὕθλος
ὑΐδιον
ὑϊδοῦς
υἱιδεύς
ὑϊκός
υἱοθεσία
υἱός
υἱωνός
ὕλαγμα
ὑλαγμός
ὑλαγωγέω
ὑλαῖος
ὑλακή
ὑλακόμωρος
View word page
υἱιδεύς
υἱιδεύς υἱϊδεύς, έως, ὁ, = ὑϊδοῦς, Isocr.
ShortDef
son's son, grandson
Debugging
Headword:
υἱιδεύς
Headword (normalized):
υἱιδεύς
Headword (normalized/stripped):
υιιδευς
IDX:
33402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33441
Key:
ui(ideu/s
Data
{'content': 'υἱιδεύς\n υἱϊδεύς, έως, ὁ,\n = ὑϊδοῦς, Isocr.', 'key': 'ui(ideu/s'}