Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντιπλήξ
ἀντιπληρόω
ἀντιπλήσσω
ἀντιπνέω
ἀντίπνοος
ἀντιποθέω
ἀντιποιέω
ἀντίποινα
ἀντιπολεμέω
ἀντιπολέμιος
ἀντιπολιορκέω
ἀντίπολις
ἀντιπολιτεύομαι
ἀντιπορεῖν
ἀντιπορεύομαι
ἀντιπορθέω
ἀντίπορθμος
ἀντίπορος
ἀντίπραξις
ἀντιπράσσω
ἀντιπρεσβεύομαι
View word page
ἀντιπολιορκέω
ἀντιπολιορκέω to besiege in turn, Thuc.
ShortDef
to besiege in turn
Debugging
Headword:
ἀντιπολιορκέω
Headword (normalized):
ἀντιπολιορκέω
Headword (normalized/stripped):
αντιπολιορκεω
IDX:
3343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3344
Key:
a)ntipoliorke/w
Data
{'content': 'ἀντιπολιορκέω\n to besiege in turn, Thuc.', 'key': 'a)ntipoliorke/w'}