Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑδροποτέω
ὑδροπότης
ὑδρορρόα
ὕδρος
ὑδροφορέω
ὑδροφορία
ὑδροφόρος
ὑδροχόος
ὑδρόχυτος
ὑδρωπικός
ὕδρωψ
ὕδωρ
ὕειος
Ὑέλη
ὑετόεις
ὑετός
ὑηνία
ὑηνός
Ὕης
ὑθλέω
ὕθλος
View word page
ὕδρωψ
ὕδρωψ ὕδρωψ, ωπος, ὕδωρ dropsy a dropsical person

ShortDef

dropsy

Debugging

Headword:
ὕδρωψ
Headword (normalized):
ὕδρωψ
Headword (normalized/stripped):
υδρωψ
IDX:
33389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33428
Key:
u(/drwy

Data

{'content': 'ὕδρωψ\n ὕδρωψ, ωπος,\n ὕδωρ\n dropsy \n a dropsical person', 'key': 'u(/drwy'}