Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑδροποσία
ὑδροποτέω
ὑδροπότης
ὑδρορρόα
ὕδρος
ὑδροφορέω
ὑδροφορία
ὑδροφόρος
ὑδροχόος
ὑδρόχυτος
ὑδρωπικός
ὕδρωψ
ὕδωρ
ὕειος
Ὑέλη
ὑετόεις
ὑετός
ὑηνία
ὑηνός
Ὕης
ὑθλέω
View word page
ὑδρωπικός
ὑδρωπικός ὑδρωπικός, ή, όν dropsical: metaph., ναῦς ὑδρ. Anth.
ShortDef
dropsical
Debugging
Headword:
ὑδρωπικός
Headword (normalized):
ὑδρωπικός
Headword (normalized/stripped):
υδρωπικος
IDX:
33388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33427
Key:
u(drwpiko/s
Data
{'content': 'ὑδρωπικός\n ὑδρωπικός, ή, όν\n dropsical: metaph., ναῦς ὑδρ. Anth.', 'key': 'u(drwpiko/s'}