Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ὑδρομέδουσα
ὑδροποσία
ὑδροποτέω
ὑδροπότης
ὑδρορρόα
ὕδρος
ὑδροφορέω
ὑδροφορία
ὑδροφόρος
ὑδροχόος
ὑδρόχυτος
ὑδρωπικός
ὕδρωψ
ὕδωρ
ὕειος
Ὑέλη
ὑετόεις
ὑετός
ὑηνία
ὑηνός
Ὕης
View word page
ὑδρόχυτος
ὑδρόχυτος ὑδρό-χῠτος, ον, χέω gushing with water, Eur.

ShortDef

gushing with water

Debugging

Headword:
ὑδρόχυτος
Headword (normalized):
ὑδρόχυτος
Headword (normalized/stripped):
υδροχυτος
IDX:
33387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33426
Key:
u(dro/xutos

Data

{'content': 'ὑδρόχυτος\n ὑδρό-χῠτος, ον,\n χέω\n gushing with water, Eur.', 'key': 'u(dro/xutos'}