Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑδρία
ὑδριάς
ὑδροειδής
ὑδρόεις
Ὑδρομέδουσα
ὑδροποσία
ὑδροποτέω
ὑδροπότης
ὑδρορρόα
ὕδρος
ὑδροφορέω
ὑδροφορία
ὑδροφόρος
ὑδροχόος
ὑδρόχυτος
ὑδρωπικός
ὕδρωψ
ὕδωρ
ὕειος
Ὑέλη
ὑετόεις
View word page
ὑδροφορέω
ὑδροφορέω ὑδροφορέω, fut. -ήσω from ὑδροφόρος to carry water, Xen.
ShortDef
to carry water
Debugging
Headword:
ὑδροφορέω
Headword (normalized):
ὑδροφορέω
Headword (normalized/stripped):
υδροφορεω
IDX:
33383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33422
Key:
u(drofore/w
Data
{'content': 'ὑδροφορέω\n ὑδροφορέω,\n fut. -ήσω\n from ὑδροφόρος\n to carry water, Xen.', 'key': 'u(drofore/w'}