Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντιπίπτω
ἀντιπλέω
ἀντιπλήξ
ἀντιπληρόω
ἀντιπλήσσω
ἀντιπνέω
ἀντίπνοος
ἀντιποθέω
ἀντιποιέω
ἀντίποινα
ἀντιπολεμέω
ἀντιπολέμιος
ἀντιπολιορκέω
ἀντίπολις
ἀντιπολιτεύομαι
ἀντιπορεῖν
ἀντιπορεύομαι
ἀντιπορθέω
ἀντίπορθμος
ἀντίπορος
ἀντίπραξις
View word page
ἀντιπολεμέω
ἀντιπολεμέω to urge war against others, Thuc., etc.; c. dat., Xen.
ShortDef
to urge war against
Debugging
Headword:
ἀντιπολεμέω
Headword (normalized):
ἀντιπολεμέω
Headword (normalized/stripped):
αντιπολεμεω
IDX:
3341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3342
Key:
a)ntipoleme/w
Data
{'content': 'ἀντιπολεμέω\n to urge war against others, Thuc., etc.; c. dat., Xen.', 'key': 'a)ntipoleme/w'}