Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑδρεῖον
ὑδρεύω
ὑδρηλός
ὑδρία
ὑδριάς
ὑδροειδής
ὑδρόεις
Ὑδρομέδουσα
ὑδροποσία
ὑδροποτέω
ὑδροπότης
ὑδρορρόα
ὕδρος
ὑδροφορέω
ὑδροφορία
ὑδροφόρος
ὑδροχόος
ὑδρόχυτος
ὑδρωπικός
ὕδρωψ
ὕδωρ
View word page
ὑδροπότης
ὑδροπότης ὑδρο-πότης, ου, ὁ, a water-drinker, Xen.: in Comic phrase, a thin-blooded, mean-spirited fellow, Anth.
ShortDef
a water-drinker
Debugging
Headword:
ὑδροπότης
Headword (normalized):
ὑδροπότης
Headword (normalized/stripped):
υδροποτης
IDX:
33380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33419
Key:
u(dropo/ths
Data
{'content': 'ὑδροπότης\n ὑδρο-πότης, ου, ὁ,\n a water-drinker, Xen.: in Comic phrase, a thin-blooded, mean-spirited fellow, Anth.', 'key': 'u(dropo/ths'}