Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὕδερος
ὑδνέω
ὑδραίνω
ὕδρα
ὑδρεία
ὑδρεῖον
ὑδρεύω
ὑδρηλός
ὑδρία
ὑδριάς
ὑδροειδής
ὑδρόεις
Ὑδρομέδουσα
ὑδροποσία
ὑδροποτέω
ὑδροπότης
ὑδρορρόα
ὕδρος
ὑδροφορέω
ὑδροφορία
ὑδροφόρος
View word page
ὑδροειδής
ὑδροειδής ὑδρο-ειδής, ές εἶδος like water, watery, Eur.
ShortDef
like water, watery
Debugging
Headword:
ὑδροειδής
Headword (normalized):
ὑδροειδής
Headword (normalized/stripped):
υδροειδης
IDX:
33375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33414
Key:
u(droeidh/s
Data
{'content': 'ὑδροειδής\n ὑδρο-ειδής, ές\n εἶδος\n like water, watery, Eur.', 'key': 'u(droeidh/s'}