Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑδατοπότης
ὑδατοτρεφής
ὑδατόω
ὕδερος
ὑδνέω
ὑδραίνω
ὕδρα
ὑδρεία
ὑδρεῖον
ὑδρεύω
ὑδρηλός
ὑδρία
ὑδριάς
ὑδροειδής
ὑδρόεις
Ὑδρομέδουσα
ὑδροποσία
ὑδροποτέω
ὑδροπότης
ὑδρορρόα
ὕδρος
View word page
ὑδρηλός
ὑδρηλός ὑδρηλός, ή, όν ὕδωρ watery, wet, Od., Aesch.; κρωσσοὶ ὕδρ. water pots, Eur.
ShortDef
watery, wet
Debugging
Headword:
ὑδρηλός
Headword (normalized):
ὑδρηλός
Headword (normalized/stripped):
υδρηλος
IDX:
33372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33411
Key:
u(drhlo/s
Data
{'content': 'ὑδρηλός\n ὑδρηλός, ή, όν\n ὕδωρ\n watery, wet, Od., Aesch.; κρωσσοὶ ὕδρ. water pots, Eur.', 'key': 'u(drhlo/s'}