Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑδατόεις
ὑδατοποσία
ὑδατοποτέω
ὑδατοπότης
ὑδατοτρεφής
ὑδατόω
ὕδερος
ὑδνέω
ὑδραίνω
ὕδρα
ὑδρεία
ὑδρεῖον
ὑδρεύω
ὑδρηλός
ὑδρία
ὑδριάς
ὑδροειδής
ὑδρόεις
Ὑδρομέδουσα
ὑδροποσία
ὑδροποτέω
View word page
ὑδρεία
ὑδρεία ὑδρεία, ἡ, ὑδρεύω a drawing water, fetching water, Thuc., etc. a watering-place, Plut.
ShortDef
a drawing water, fetching water
Debugging
Headword:
ὑδρεία
Headword (normalized):
ὑδρεία
Headword (normalized/stripped):
υδρεια
IDX:
33369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33408
Key:
u(drei/a
Data
{'content': 'ὑδρεία\n ὑδρεία, ἡ,\n ὑδρεύω\n a drawing water, fetching water, Thuc., etc.\n a watering-place, Plut.', 'key': 'u(drei/a'}