Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑδασιστεγής
ὑδάτινος
ὑδάτιον
ὑδατόεις
ὑδατοποσία
ὑδατοποτέω
ὑδατοπότης
ὑδατοτρεφής
ὑδατόω
ὕδερος
ὑδνέω
ὑδραίνω
ὕδρα
ὑδρεία
ὑδρεῖον
ὑδρεύω
ὑδρηλός
ὑδρία
ὑδριάς
ὑδροειδής
ὑδρόεις
View word page
ὑδνέω
ὑδνέω ὑδνέω, to nourish.

ShortDef

to nourish

Debugging

Headword:
ὑδνέω
Headword (normalized):
ὑδνέω
Headword (normalized/stripped):
υδνεω
IDX:
33366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33405
Key:
u(dne/w

Data

{'content': 'ὑδνέω\n ὑδνέω,\n to nourish.', 'key': 'u(dne/w'}