Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑγρός
ὑγρότης
ὑγρόφθογγος
ὑγρώσσω
ὑδαρής
ὑδασιστεγής
ὑδάτινος
ὑδάτιον
ὑδατόεις
ὑδατοποσία
ὑδατοποτέω
ὑδατοπότης
ὑδατοτρεφής
ὑδατόω
ὕδερος
ὑδνέω
ὑδραίνω
ὕδρα
ὑδρεία
ὑδρεῖον
ὑδρεύω
View word page
ὑδατοποτέω
ὑδατοποτέω ὑδᾰτοποτέω, to drink water, Luc. from ὑδᾰτοπότης

ShortDef

to drink water

Debugging

Headword:
ὑδατοποτέω
Headword (normalized):
ὑδατοποτέω
Headword (normalized/stripped):
υδατοποτεω
IDX:
33361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33400
Key:
u(datopote/w

Data

{'content': 'ὑδατοποτέω\n ὑδᾰτοποτέω,\n to drink water, Luc.\n from ὑδᾰτοπότης', 'key': 'u(datopote/w'}