Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑγίεια
ὑγιεινός
ὑγίεις
ὑγιηρός
ὑγιής
ὑγραίνω
ὑγρομελής
ὑγροπορέω
ὑγρός
ὑγρότης
ὑγρόφθογγος
ὑγρώσσω
ὑδαρής
ὑδασιστεγής
ὑδάτινος
ὑδάτιον
ὑδατόεις
ὑδατοποσία
ὑδατοποτέω
ὑδατοπότης
ὑδατοτρεφής
View word page
ὑγρόφθογγος
ὑγρόφθογγος ὑγρό-φθογγος, ον, making a gurgling sound, Anth.
ShortDef
making a gurgling sound
Debugging
Headword:
ὑγρόφθογγος
Headword (normalized):
ὑγρόφθογγος
Headword (normalized/stripped):
υγροφθογγος
IDX:
33353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33392
Key:
u(gro/fqoggos
Data
{'content': 'ὑγρόφθογγος\n ὑγρό-φθογγος, ον,\n making a gurgling sound, Anth.', 'key': 'u(gro/fqoggos'}