Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑγιάζω
ὑγιαίνω
ὑγιαίνω
ὑγίεια
ὑγιεινός
ὑγίεις
ὑγιηρός
ὑγιής
ὑγραίνω
ὑγρομελής
ὑγροπορέω
ὑγρός
ὑγρότης
ὑγρόφθογγος
ὑγρώσσω
ὑδαρής
ὑδασιστεγής
ὑδάτινος
ὑδάτιον
ὑδατόεις
ὑδατοποσία
View word page
ὑγροπορέω
ὑγροπορέω ὑγρο-πορέω, fut. -ήσω to go through the water, Anth.

ShortDef

to go through the water

Debugging

Headword:
ὑγροπορέω
Headword (normalized):
ὑγροπορέω
Headword (normalized/stripped):
υγροπορεω
IDX:
33350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33389
Key:
u(gropore/w

Data

{'content': 'ὑγροπορέω\n ὑγρο-πορέω,\n fut. -ήσω\n to go through the water, Anth.', 'key': 'u(gropore/w'}