Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὕβριστος
ὑγεία
ὑγιάζω
ὑγιαίνω
ὑγιαίνω
ὑγίεια
ὑγιεινός
ὑγίεις
ὑγιηρός
ὑγιής
ὑγραίνω
ὑγρομελής
ὑγροπορέω
ὑγρός
ὑγρότης
ὑγρόφθογγος
ὑγρώσσω
ὑδαρής
ὑδασιστεγής
ὑδάτινος
ὑδάτιον
View word page
ὑγραίνω
ὑγραίνω ὑγραίνω, ὑγρός to wet, moisten, Eur., Xen.: of a river, to water a country, Eur.

ShortDef

to wet, moisten

Debugging

Headword:
ὑγραίνω
Headword (normalized):
ὑγραίνω
Headword (normalized/stripped):
υγραινω
IDX:
33348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33387
Key:
u(grai/nw

Data

{'content': 'ὑγραίνω\n ὑγραίνω,\n ὑγρός\n to wet, moisten, Eur., Xen.: of a river, to water a country, Eur.', 'key': 'u(grai/nw'}