Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑβριστέος
ὑβριστής
ὑβριστικός
ὕβριστος
ὑγεία
ὑγιάζω
ὑγιαίνω
ὑγιαίνω
ὑγίεια
ὑγιεινός
ὑγίεις
ὑγιηρός
ὑγιής
ὑγραίνω
ὑγρομελής
ὑγροπορέω
ὑγρός
ὑγρότης
ὑγρόφθογγος
ὑγρώσσω
ὑδαρής
View word page
ὑγίεις
ὑγίεις ὑγίεις (ῠ), εσσα, εν Boeot. for ὑγιής, Pind.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑγίεις
Headword (normalized):
ὑγίεις
Headword (normalized/stripped):
υγιεις
IDX:
33345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33384
Key:
u(gi/eis

Data

{'content': 'ὑγίεις\n ὑγίεις (ῠ), εσσα, εν\n Boeot. for ὑγιής, Pind.', 'key': 'u(gi/eis'}