Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑάλινος
ὕαλος
ὑαλόχρους
ὑβός
ὑβρίζω
ὕβρισμα
ὕβρις
ὑβριστέος
ὑβριστής
ὑβριστικός
ὕβριστος
ὑγεία
ὑγιάζω
ὑγιαίνω
ὑγιαίνω
ὑγίεια
ὑγιεινός
ὑγίεις
ὑγιηρός
ὑγιής
ὑγραίνω
View word page
ὕβριστος
ὕβριστος ὕβριστος, η, ον ὑβρίζω wanton, insolent, outrageous: — hence comp. ὑβριστότερος, Hdt., Xen.; Sup. ὑβριστότατος, Ar., Xen.

ShortDef

wanton, insolent, outrageous

Debugging

Headword:
ὕβριστος
Headword (normalized):
ὕβριστος
Headword (normalized/stripped):
υβριστος
IDX:
33338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33377
Key:
u(/bristos

Data

{'content': 'ὕβριστος\n ὕβριστος, η, ον\n ὑβρίζω\n wanton, insolent, outrageous: — hence comp. ὑβριστότερος, Hdt., Xen.; Sup. ὑβριστότατος, Ar., Xen.', 'key': 'u(/bristos'}