Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑάλεος
ὑάλινος
ὕαλος
ὑαλόχρους
ὑβός
ὑβρίζω
ὕβρισμα
ὕβρις
ὑβριστέος
ὑβριστής
ὑβριστικός
ὕβριστος
ὑγεία
ὑγιάζω
ὑγιαίνω
ὑγιαίνω
ὑγίεια
ὑγιεινός
ὑγίεις
ὑγιηρός
ὑγιής
View word page
ὑβριστικός
ὑβριστικός from ὑβριστής ὑβριστικός, ή, όν given to wantonness, wanton, insolent, outrageous, Plat., etc.:— τὸ ὑβριστικόν an insolent disposition, Xen.:—adv. -κῶς, Plat.; comp. -ώτερον, Dem.

ShortDef

given to wantonness, wanton, insolent, outrageous

Debugging

Headword:
ὑβριστικός
Headword (normalized):
ὑβριστικός
Headword (normalized/stripped):
υβριστικος
IDX:
33337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33376
Key:
u(bristiko/s

Data

{'content': 'ὑβριστικός\n from ὑβριστής\n ὑβριστικός, ή, όν\n given to wantonness, wanton, insolent, outrageous, Plat., etc.:— τὸ ὑβριστικόν an insolent disposition, Xen.:—adv. -κῶς, Plat.; comp. -ώτερον, Dem.', 'key': 'u(bristiko/s'}