ὕβρισμα
ὕβρισμα
ὕβρισμα, ατος, τό,
ὑβρίζω
a wanton or insolent act, an outrage, Hdt., Eur., etc.; τόδʼ ὕβρισμʼ ἐς ἡμᾶς ἠξίωσεν ὑβρίσαι Eur., Xen.; τὰ τούτων ὑβρίσματα εἰς ἐμέ Dem.
an object of insolence, ὕβρισμα θέσθαι τινά ὑβρίζειν, Eur.
= ὑβριστής, Eur.