ὑάλεος
            
          
          ὑάλεος
 ὑάλεος (ᾰ), η, ον
 ὕαλος
 = ὑάλινος
 of glass, Anth.: —contr. ὑαλοῦς, ᾶ, οῦν, of glass, Strab., Luc.
          {
  "content": "ὑάλεος\n ὑάλεος (ᾰ), η, ον\n ὕαλος\n = ὑάλινος\n of glass, Anth.: —contr. ὑαλοῦς, ᾶ, οῦν, of glass, Strab., Luc.",
  "key": "u(a/leos"
}