Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τύφω
τυφώς
Τυφώς
τυχαῖος
τύχη
τυχηρός
τυχόν
τυχόντως
τύχος
τωθάζω
τωθασμός
τῷ
τώς
Ὑάδες
ὕαινα
Ὑακίνθια
ὑακινθινοβαφής
ὑακίνθινος
ὑάκινθος
Ὑάκινθος
ὑάλεος
View word page
τωθασμός
τωθασμός τωθασμός, οῦ, ὁ, scoffing, jeering, Arist.

ShortDef

scoffing, jeering

Debugging

Headword:
τωθασμός
Headword (normalized):
τωθασμός
Headword (normalized/stripped):
τωθασμος
IDX:
33317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33356
Key:
twqasmo/s

Data

{'content': 'τωθασμός\n τωθασμός, οῦ, ὁ,\n scoffing, jeering, Arist.', 'key': 'twqasmo/s'}