Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τυφόω
Τυφωεύς
Τυφωνικός
τυφωνοειδῶς
Τυφῶν
τύφω
τυφώς
Τυφώς
τυχαῖος
τύχη
τυχηρός
τυχόν
τυχόντως
τύχος
τωθάζω
τωθασμός
τῷ
τώς
Ὑάδες
ὕαινα
Ὑακίνθια
View word page
τυχηρός
τυχηρός from τύχη (ῠ) τῠχηρός, ά, όν lucky, fortunate, Aesch.:—adv. -ρῶς, Ar.
ShortDef
lucky, fortunate
Debugging
Headword:
τυχηρός
Headword (normalized):
τυχηρός
Headword (normalized/stripped):
τυχηρος
IDX:
33312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33351
Key:
tuxhro/s
Data
{'content': 'τυχηρός\n from τύχη (ῠ)\n τῠχηρός, ά, όν\n lucky, fortunate, Aesch.:—adv. -ρῶς, Ar.', 'key': 'tuxhro/s'}