Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τυφογέρων
τῦφος
τυφόω
Τυφωεύς
Τυφωνικός
τυφωνοειδῶς
Τυφῶν
τύφω
τυφώς
Τυφώς
τυχαῖος
τύχη
τυχηρός
τυχόν
τυχόντως
τύχος
τωθάζω
τωθασμός
τῷ
τώς
Ὑάδες
View word page
τυχαῖος
τυχαῖος τῠχαῖος, α, ον τύχη accidental, chance, Plut.

ShortDef

accidental, chance

Debugging

Headword:
τυχαῖος
Headword (normalized):
τυχαῖος
Headword (normalized/stripped):
τυχαιος
IDX:
33310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33349
Key:
tuxai=os

Data

{'content': 'τυχαῖος\n τῠχαῖος, α, ον\n τύχη\n accidental, chance, Plut.', 'key': 'tuxai=os'}