Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τυτθός
τυφεδανός
τύφη
τυφήρης
τυφλόπους
τυφλός
τυφλόστομος
τυφλότης
τυφλόω
τύφλωσις
τυφλώττω
τυφογέρων
τῦφος
τυφόω
Τυφωεύς
Τυφωνικός
τυφωνοειδῶς
Τυφῶν
τύφω
τυφώς
Τυφώς
View word page
τυφλώττω
τυφλώττω τυφλώττω, τυφλός to be blind, Luc.

ShortDef

to be blind

Debugging

Headword:
τυφλώττω
Headword (normalized):
τυφλώττω
Headword (normalized/stripped):
τυφλωττω
IDX:
33299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33338
Key:
tuflw/ttw

Data

{'content': 'τυφλώττω\n τυφλώττω,\n τυφλός\n to be blind, Luc.', 'key': 'tuflw/ttw'}