Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τυροφόρος
Τυρρηνολέτης
Τυρσηνός
τύρσις
τυτθός
τυφεδανός
τύφη
τυφήρης
τυφλόπους
τυφλός
τυφλόστομος
τυφλότης
τυφλόω
τύφλωσις
τυφλώττω
τυφογέρων
τῦφος
τυφόω
Τυφωεύς
Τυφωνικός
τυφωνοειδῶς
View word page
τυφλόστομος
τυφλόστομος τυφλό-στομος, ον, with blind mouth, of rivers, Strab.
ShortDef
with blind mouth
Debugging
Headword:
τυφλόστομος
Headword (normalized):
τυφλόστομος
Headword (normalized/stripped):
τυφλοστομος
IDX:
33295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33334
Key:
tuflo/stomos
Data
{'content': 'τυφλόστομος\n τυφλό-στομος, ον,\n with blind mouth, of rivers, Strab.', 'key': 'tuflo/stomos'}