Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντιπενθής
ἀντιπέραιος
ἀντιπέρα
ἀντιπέρας
ἀντιπέρηθεν
ἀντιπεριλαμβάνω
ἀντιπεριπλέω
ἀντιπεριχωρέω
ἀντίπετρος
ἀντίπηξ
ἀντιπίπτω
ἀντιπλέω
ἀντιπλήξ
ἀντιπληρόω
ἀντιπλήσσω
ἀντιπνέω
ἀντίπνοος
ἀντιποθέω
ἀντιποιέω
ἀντίποινα
ἀντιπολεμέω
View word page
ἀντιπίπτω
ἀντιπίπτω to fall against, resist, τινί NTest.
ShortDef
to fall against, resist
Debugging
Headword:
ἀντιπίπτω
Headword (normalized):
ἀντιπίπτω
Headword (normalized/stripped):
αντιπιπτω
IDX:
3331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3332
Key:
a)ntipi/ptw
Data
{'content': 'ἀντιπίπτω\n to fall against, resist, τινί NTest.', 'key': 'a)ntipi/ptw'}