Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τύρβη
τύρευμα
τυρευτήρ
τυρεύω
Τύριος
τυρίσδω
Τυρογλύφος
τυρόεις
τυρόκνηστις
τυρόνωτος
τυροποιέω
τυροπωλέω
τυροπώλης
Τύρος
τυρός
Τυροφάγος
τυροφόρος
Τυρρηνολέτης
Τυρσηνός
τύρσις
τυτθός
View word page
τυροποιέω
τυροποιέω τῡρο-ποιέω, fut. -ήσω to make cheese, Strab.

ShortDef

to make cheese

Debugging

Headword:
τυροποιέω
Headword (normalized):
τυροποιέω
Headword (normalized/stripped):
τυροποιεω
IDX:
33279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33318
Key:
turopoie/w

Data

{'content': 'τυροποιέω\n τῡρο-ποιέω,\n fut. -ήσω\n to make cheese, Strab.', 'key': 'turopoie/w'}