τυρόεις
τυρόεις
τῡρόεις, εσσα, εν
τυρός
like cheese: τυρόεις (sc. πλακοῦς) , a cheese, Theocr.
{
"content": "τυρόεις\n τῡρόεις, εσσα, εν\n τυρός\n like cheese: τυρόεις (sc. πλακοῦς) , a cheese, Theocr.",
"key": "turo/eis"
}