Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τύραννος
τυραννοφόνος
τυρβάζω
τύρβη
τύρευμα
τυρευτήρ
τυρεύω
Τύριος
τυρίσδω
Τυρογλύφος
τυρόεις
τυρόκνηστις
τυρόνωτος
τυροποιέω
τυροπωλέω
τυροπώλης
Τύρος
τυρός
Τυροφάγος
τυροφόρος
Τυρρηνολέτης
View word page
τυρόεις
τυρόεις τῡρόεις, εσσα, εν τυρός like cheese: τυρόεις (sc. πλακοῦς) , a cheese, Theocr.

ShortDef

like cheese

Debugging

Headword:
τυρόεις
Headword (normalized):
τυρόεις
Headword (normalized/stripped):
τυροεις
IDX:
33276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33315
Key:
turo/eis

Data

{'content': 'τυρόεις\n τῡρόεις, εσσα, εν\n τυρός\n like cheese: τυρόεις (sc. πλακοῦς) , a cheese, Theocr.', 'key': 'turo/eis'}