Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τυραννοκτόνος
τυραννοποιός
τύραννος
τυραννοφόνος
τυρβάζω
τύρβη
τύρευμα
τυρευτήρ
τυρεύω
Τύριος
τυρίσδω
Τυρογλύφος
τυρόεις
τυρόκνηστις
τυρόνωτος
τυροποιέω
τυροπωλέω
τυροπώλης
Τύρος
τυρός
Τυροφάγος
View word page
τυρίσδω
τυρίσδω τῡρίσδω, Doric for συρίζω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τυρίσδω
Headword (normalized):
τυρίσδω
Headword (normalized/stripped):
τυρισδω
IDX:
33274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33313
Key:
turi/sdw
Data
{'content': 'τυρίσδω\n τῡρίσδω,\n Doric for συρίζω.', 'key': 'turi/sdw'}