Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τυραννικός
τυραννίς
τυραννοκτονέω
τυραννοκτονία
τυραννοκτόνος
τυραννοποιός
τύραννος
τυραννοφόνος
τυρβάζω
τύρβη
τύρευμα
τυρευτήρ
τυρεύω
Τύριος
τυρίσδω
Τυρογλύφος
τυρόεις
τυρόκνηστις
τυρόνωτος
τυροποιέω
τυροπωλέω
View word page
τύρευμα
τύρευμα τύ_ρευμα, ατος, τό, that which is curdled, cheese, Eur.
ShortDef
that which is curdled, cheese
Debugging
Headword:
τύρευμα
Headword (normalized):
τύρευμα
Headword (normalized/stripped):
τυρευμα
IDX:
33270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33309
Key:
tu/reuma
Data
{'content': 'τύρευμα\n τύ_ρευμα, ατος, τό,\n that which is curdled, cheese, Eur.', 'key': 'tu/reuma'}