Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τύπος
τυπόω
τύπτω
τυπώδης
τύπωμα
τύπωσις
τυραννεύω
τυραννίζω
τυραννικός
τυραννίς
τυραννοκτονέω
τυραννοκτονία
τυραννοκτόνος
τυραννοποιός
τύραννος
τυραννοφόνος
τυρβάζω
τύρβη
τύρευμα
τυρευτήρ
τυρεύω
View word page
τυραννοκτονέω
τυραννοκτονέω τῠραννοκτονέω, to slay a tyrant, Luc.:—Pass. to be slain as a tyrant, Luc.

ShortDef

to slay a tyrant

Debugging

Headword:
τυραννοκτονέω
Headword (normalized):
τυραννοκτονέω
Headword (normalized/stripped):
τυραννοκτονεω
IDX:
33262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33301
Key:
turannoktone/w

Data

{'content': 'τυραννοκτονέω\n τῠραννοκτονέω,\n to slay a tyrant, Luc.:—Pass. to be slain as a tyrant, Luc.', 'key': 'turannoktone/w'}